Μετάβαση στο περιεχόμενο

Τίμων ο Αθηναίος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Τίμων ο Αθηναίος
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Τίμων ὁ Ἀθηναῖος (Αρχαία Ελληνικά)
Γέννηση5ος αιώνας π.Χ.
ιστορία της Αθήνας
Χώρα πολιτογράφησηςΑρχαία Αθήνα
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςαρχαία ελληνικά
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταφιλόσοφος

Ο Τίμων (β΄μισό 5ου αι. π.Χ.) ήταν Αθηναίος εύπορος πολίτης, ο οποίος έγινε ονομαστός για τη μισανθρωπία του. Τον αναφέρουν οι αρχαίοι συγγραφείς ως παράδειγμα μισανθρωπίας (Αριστοφάνης,[1][2] Στράβων, Πλούταρχος, Αλκίφρων, Διογένης ο Λαέρτιος· ο Νεάνθης ο Κυζικηνός (240- 190 π.Χ.) τον συμπεριέλαβε στις «Βιογραφίες περί ενδόξων ανδρών»)[3] και οι κωμωδιογράφοι τον χρησιμοποιούν για να πλάσουν τους ανάλογους τύπους τους (Μονότροπος του Φρυνίχου, Τίμων του Αντιφάνη, Δύσκολος[4] του Μενάνδρου).

Γιος του Εχεκρατίδη, έζησε στους χρόνους του Πελοποννησιακού πολέμου, όπως αναφέρει ο Θουκυδίδης και καταγόταν από το δήμο Κολυττό. Έλαβε τη φιλοσοφική μόρφωση της εποχής του και εξαιτίας της ηθικής κατάπτωσης των συγχρόνων του, οδηγήθηκε σε μίσος κατά της ανθρωπότητας. Αποσύρθηκε στον Υμηττό και ζούσε απομονωμένος, έχοντας μαζί του κάποιον Απήμαντο,[5] που τον ακολούθησε σε αυτόν τον τρόπο ζωής. Η μισανθρωπία του Τίμωνα τον κατέστησε αντικείμενο σάτιρας των κωμωδιογράφων της εποχής του και αναφέρονται γι΄αυτόν πολλά ανέκδοτα. Πέθανε από γάγγραινα, γιατί όταν κάποτε έπεσε από ένα δένδρο, αρνήθηκε να δεχτεί τις φροντίδες γιατρού. Τον τύπο του περιέγραψαν εκτενώς ο Λουκιανός στο έργο του Τίμων ή Μισάνθρωπος και ο Σαίξπηρ στο δράμα του Τίμων ο Αθηναίος.

Ο Τίμων φυγάς στον Υμηττό. Ελαιογραφία του Τομά Κουτύρ 1855-1859, Μουσείο Μπρούκλιν

Τάφηκε κοντά στη θάλασσα, στον δρόμο από τον Πειραιά για το Σούνιο. Το κύμα έκανε τον τάφο του δυσπρόσιτο στους ανθρώπους και η επιτύμβια επιγραφή που αποδίδεται σ’ αυτόν, λέγεται πως είναι γραμμένη απ’ τον ίδιο: «Αφήνοντας μια άθλια ζωή, αναπαύομαι εδώ πέρα. Τ’ όνομά μου δεν πρόκειται να το μάθετε και να πάτε στο διάβολο (ες κόρακα)». Μια άλλη επιγραφή που έχει διασωθεί και ανήκει στον επιγραμματοποιό Ηγήσιππο, γράφει: «Βάτα και γαϊδουράγκαθα τον τάφο μου τον ζώνουν και πιο κοντά αν θες να ’ρθεις, τα πόδια σου ματώνουν. Ο Τίμων ο μισάνθρωπος εδώ έχει καταλύσει. Και τώρα δρόμο, αρκετά, μ’ όσα μ’ έχεις στολίσει».[6] Ο Σαίξπηρ αποδίδει στο ομώνυμο έργο του την παρακάτω επιτάφια επιγραφή:

«Εδώ κείται άθλια από ψυχήν άθλια κλεμμένη σκόνη·
μη ζητάς τ΄ όνoμα. Κακό κακούς να σας σκοτώνει.
Ο Τίμων κείται: ζωντανός μίσησα τους ανθρώπους·
βλαστήμα με, μα διάβαινε, μακριά απ΄ αυτούς τους
τόπους».

Ο Λουκιάνειος Τίμων

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τίμων και Απήμαντος

- Αποφθέγματα Λουκιανού
1. Θᾶττον γοῦν τῶν ἐπιορκεῖν τις ἐπιχειρούντων ἔωλον θρυαλλίδα φοβηθείη ἄν ή τήν τοῦ πανδαμάτορος κεραυνοῦ.
2. Όπου γε καθάπερ ὐπό μανδραγόρα καθεύδεις, ὃς οὔτε τῶν ἐπιουρκούντων ἀκούεις, οὔτε τούς ἀδικοῦντας ἐπισκοπεῖς, λημᾷς δέ καί ἀμβλυώττεις πρός τά γιγνόμενα καί τά ὧτα ἐκκεκωφῆσαι καθάπερ παρηβηκότες.
3. Η πενία δ΄ ἔμπαλιν ιξώδης τε καί εὑλαβής καί μυρία τά ἄγκιστρα ἐκπεφυκότα ἐξ ἄπαντος τοῦ σώματος ἔχουσα, ὡs πλησιάσαντας εὑθύς ἔχεσθαι καί μήν ἔχειν ῥαδίως ἀπολυθῆναι.

4. Οὐ τό αὐτούς ἀπολαύειν ἔχειν, ἀλλά τό μηδενί μεταδιδόναι τῆς ἀπολαύσεως, καθάπερ τήν ἐν τῇ φάτνῃ κύνα μήτε αὐτήν ἐσθίουσαν τῶν κριθῶν μήτε τῷ ίππῳ πεινώντι ἐπιτρέπουσαν.
-Νεοελληνική απόδοση

1. Ευκολώτερα λοιπόν μπορούν να φοβηθούν σβηστό φυτίλι, όσοι επιχειρούν να κάμουν ψεύτικο όρκο, παρά τη φωτιά του κεραυνού, που τίποτε δεν αντέχει στη δύναμή του.
2. Κοιμάσαι βαθειά και ούτε ακούς αυτούς που κάνουν ψεύτικους όρκους, ούτε βλέπεις τις αδικίες, είσαι τσιμλιασμένος και δεν ακούς καλά αυτά που γίνονται κ΄ έχουν κουφαθεί τ΄αφτιά σου, σαν των πολύ γερασμένων. 3. Η φτώχεια αντίθετα είναι σαν ιξός και ευκολόπιαστη κ΄ έχει άπειρα αγκίστρια ξεφυτρωμένα από ολόκληρο το κορμί της, έτσι που όσοι πλησιάσουν αμέσως πιάνονται και δεν είναι εύκολο να απολυθούν.

4. Όχι να χρησιμοποιούν για τον εαυτό τους ό,τι έχουν, μα να μη δίνουν σε άλλους την απόλαυση, όπως η σκύλα (κυριολεκτεί, ο σκύλος ο αρσενικός ποτέ δεν το κάνει) που ήταν στο παχνί, που ούτε αυτή έτρωγε το κριθάρι, μα ούτε άφηνε το άλογο που πεινούσε να φάει.

Τίμων ή Μισάνθρωπος, μτφ. Δ.Ζαγορίτης, εκδ. Ζαχαρόπουλος, Επιμέλεια Γιάννης Κορδάτος, 1939


Ο Πλούταρχος αναφέρει, ότι ο Τίμων παρουσιάστηκε στην εκκλησία του δήμου κι αφού ανέβηκε στο βήμα, είπε στους κατάπληκτους Αθηναίους: «Άνδρες Αθηναίοι, γνωρίζετε ότι έχω ένα κτήμα στον Υμηττό κι ότι σ’ αυτό υπάρχει μια συκιά, απ’ την οποία πολλοί έως τώρα κρεμάστηκαν. Επειδή λοιπόν σκοπεύω να χτίσω μια καλύβα κι αποφάσισα να την κόψω, θέλω να σας το ανακοινώσω, για να σπεύσουν να κρεμαστούν, όσοι από εσάς θέλουν».[7]

Το θέμα του Τίμωνα και της μισανθρωπίας του γίνεται αφορμή για τον Λουκιανό[8] να θίξει άλλη μια φορά το καυτό πρόβλημα του πλούτου, της φτώχειας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, που το αντιμετώπισε στα Προς Κρόνον-Επιστολαί Κρονικαί και στους Εταιρικούς διαλόγους. Στην κωμικοτραγική αντιπαράθεση του Πλούτου και της Πενίας δεν κρύβει τη συμπαράστασή του προς τη δεύτερη. Ταυτόχρονα όμως η σάτιρά του έχει κι άλλους στόχους: εξουθενώνει τον Δία, μαστιγώνει τους κόλακες, τους παρασίτους και τους νεόπλουτους απελεύθερους και εξευτελίζει τους ψευτορήτορες και ψευτοφιλοσόφους.[9] Κάτω από τη σκαιότητα του μισάνθρωπου Τίμωνα, κρύβεται και υποδηλώνεται η αγανάκτηση του φιλάνθρωπου Λουκιανού.

Σύγχρονος του Περικλή, ο Τίμωνας στην αρχή ξόδευε αλογάριαστα για τους παρασίτους που τον περιτριγύριζαν, γιατί πίστευε στα λόγια τους και στη φιλία τους. Ύστερα φτώχυνε και κατήντησε να σκάβει ένα ξένο χωράφι κοντά στον Υμηττό, εγκαταλειμμένος άσπλαχνα από όλους τους πριν «φίλους» του. Όταν βρήκε αναπάντεχα θησαυρό, έγινε άλλος άνθρωπος· διακήρυξε επίσημα τη μισανθρωπία του και μίσησε με σκληρότητα ασύλληπτη τους πάντες και τα πάντα. Στον διάλογο παίρνουν μέρος ο Τίμωνας, ο Δίας, ο Ερμής, ο Πλούτος, η Πενία, ο Γναθωνίδης (Σιαγωνίδης θα λέγαμε σήμερα), ο Φιλιάδης, ο ρήτορας Δημέας και ο φιλόσοφος Θρασυκλής. Την ακολουθία του Πλούτου αποτελούν ο Τύφος, η Άνοια, η Μεγαλαυχία, η Μαλακία, η Ύβρις, η Απάτη και «άλλ΄ άττα μυρία»· την ακολουθία της Πενίας ο Πόνος, η Καρτερία, η Σοφία, η Ανδρεία και ό,τι προέρχεται από τον Λιμό (πείνα).[10]

Και βέβαια τους αχρείους, που τόλμησαν να τον ξαναβάλουν στο χέρι, τους περιποιήθηκε με την αξίνα του, όπως τους άξιζε.

"Τώρα πιστεύω πως κι ο Ζευς κάποτε γίνηκε χρυσάφι (μεταμορφωμένος σε χρυσή βροχή για να συνευρεθεί με την φυλακισμένη μέσα σε χάλκινο πύργο Δανάη).

Ώ τσαπί (δίκελλα) και αγαπητό μου δερμάτινο ένδυμα (διφθέρα), είναι ωραίο εσάς να σας αφιερώσω στον Πάνα, εγώ δε τώρα, αφού αγοράσω όλη τη ερημική έκταση, θα χτίσω ένα πυργάκι για τον θησαυρό και αρκετό για να μένω μόνος μου και πιστεύω για να μου χρησιμεύσει και για τάφος σαν πεθάνω. Αποφασίζουμε δε και νομοθετούμε για την υπόλοιπη ζωή: καμία σχέση με κανέναν και άγνοια και περιφρόνηση· φίλος δε ή ξένος ή σύντροφος ή βωμός του Ελέους είναι πολλές μωρολογίες· και το να λυπηθώ άνθρωπο που δακρύζει και να βοηθήσω όποιον έχει ανάγκη, είναι παρανομία και κατάργηση των εθίμων· ο τρόπος της ζωής μου θα είναι μοναχικός, όπως στους λύκους και ο φίλος μου θα 'ναι ένας, ο Τίμων."

Ερμής: Πόσο είσαι λείος και γλιστερός, ώ Πλούτε, που δύσκολα κρατιέσαι και ξεφεύγεις και δεν δίνεις κανένα θετικό πιάσιμο, μα καθώς τα χέλια και τα φίδια ανάμεσα από τα δάχτυλα ξεφεύγεις δεν ξέρω πώς.

-Και πολύ δίκαια, καλέ μου, αφού ξέρει πως είμαι στραβός και μ΄ έστελνε να βρω τόσο δυσεύρετο πράγμα. Επειδή λοιπόν οι καλοί είναι λίγοι και οι κακοί περισσότεροι στις πολιτείες και τα κατέχουν όλα, πολύ ευκολότερα, καθώς τριγυρίζω, πέφτω σ΄ αυτούς και με ψαρεύουν αυτοί.

-Όταν πηγαίνω σε κανέναν που με στέλνει ο Ζευς, δεν ξέρω γιατί γίνομαι βραδυκίνητος και κουτσαίνω και από τα δύο πόδια τόσο, που μόλις φθάνω στο τέρμα, έχει κάποτε γεράσει πριν εκείνος που με περιμένει κι όταν πρόκειται να φύγω, θα ιδείς να γίνομαι πουλί, πολύ γρηγορότερο από τα όνειρα· μόλις δοθεί το σύνθημα εγώ ανακηρύσσομαι πια νικητής, γιατί επήδησα επάνω από το στάδιο χωρίς να με ιδούν κάποτε οι θεατές.

— Αυτόθι, § 20, 25, 29
Λουκιάνειος Τίμων Σαιξπηρικός Τίμων
Ώ Δία, προστάτη της φιλίας, της φιλοξενίας, της παρέας
και της εστίας και συ που κάνεις τις αστραπές κ΄ επιβλέπεις
τους όρκους, που σηκώνεις τα σύννεφα και βροντάς και ό,τι άλλο
σου λένε οι παραζαλισμένοι ποιητές.
Και προπάντων όταν δεν ξέρουν πως να τα καταφέρουν στα μέτρα·
γιατί τότε, σαν πάρεις πολλά ονόματα, υποστηρίζεις το μέτρο,
που γκρεμίζεται και γεμίζεις τα χάσματα του ρυθμού· πού είναι
τώρα η τρομερή σου αστραπή και η βροντή, που κάνει βαρύ κρότο
και ο καπνισμένος, αστραφτερός και φρικτός κεραυνός;
Γιατί όλα αυτά απεδείχθησαν φλυαρίες και πραγματικά
ποιητικός καπνός έξω από το θόρυβο των ονομάτων.
Και το περίφημο όπλο σου,
που ρίχνει μακρυά και το έχεις πρόχειρο, δεν ξέρω
πώς τέλεια έσβησε και είναι κρύο και δεν διατηρεί ούτε
λίγη σπίθα οργής εναντίον εκείνων που αδικούν.
Ευκολότερα λοιπόν μπορούν να φοβηθούν σβηστό φυτίλι,
όσοι επιχειρούν να κάμουν ψεύτικο όρκο, παρά τη φωτιά
του κεραυνού, που τίποτε δεν αντέχει στη δύναμή του.[11]
Θεοί, γιατί αυτό; Θεοί μου, τι είναι αυτό;
Μα τι, [ο πλούτος] θα ξεμυαλίσει αυτό ιερείς από κοντά σας,
θα πάρει από άνθρωπο γερόν το μαξιλάρι του
κάτω από το κεφάλι του· τούτο ο κίτρινος δούλος
δένει, λύνει νόμους· ευλογάει καταραμένους· κάνει
λατρευτή τη λέπρα· δίνει στους κλέφτες θέση πλάι σε
γερουσιαστές και τίτλους, προσκυνήματα, χειροκροτήματα·
τούτος ξαναπαντρεύει χήρα μαραμένη· γυναίκα
απ΄ το νοσοκομείο με σπυριά ομπυασμένα, που
προκαλεί εμετόν, αυτός τη μπαλσαμώνει
και την αρωματίζει πάλι ανθό του Απρίλη.
ε! κολασμένο χώμα, πόρνη εσύ κοινή της ανθρωπότητας,
που βάζεις τις διχόνοιες ανάμεσα στον όχλο των εθνών,
ε, θα σε κάνω εγώ να κάνεις το δικό σου.
Φεύγω σαν σκύλος, άμα με κλωτσάει γαϊδούρι·
η οργή είναι τρέλα σύντομη.

Πράξη Δ΄, σκηνή 3 [12]

Ο Σαιξπηρικός Τίμων

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Τίμων ο Αθηναίος είναι, κατά χρονολογική σειρά (1607-1608) το τριακοστό δεύτερο έργο του Σαίξπηρ από τα τριάντα επτά, χωρίς τα ποιήματα και τα Σονέτα του. Είναι παλιά μορφή της τέχνης· την πήρε από τον Πλούταρχο και τον Λουκιανό και έφτιαξε ένα έργο ξεχωριστό και μοναδικό για την ποιητική του ανωτερότητα, την τραγική ειρωνεία και τη δραματική του απλότητα. Είναι άλλωστε και το πιο σύντομο, μετά τον Μάκμπεθ, έργο του. Εδώ τώρα μπαίνουμε σε μια τραγική περιοχή χωρίς ορίζοντα, επάνω σε πεδίο ασύνορο, όπου το χάος περιβάλλει απειλητικά το πνεύμα: ο θάνατος του ήρωα είναι ένας τελειωτικός θάνατος, χωρίς καμία παρηγοριά, θάνατος πιο «ολοκληρωτικός» από τον θάνατο του Βασιλιά Ληρ, του Άμλετ, του Οθέλου, του Βρούτου. Είναι ο θάνατος του ανθρώπου, που έχασε την πίστη του στον άνθρωπο.

Ο Τίμων είναι ο στενότερος συγγενής του βασιλιά Ληρ. Ο Ληρ πίστεψε στη στοργή των θυγατέρων του και τους μοίρασε το βασίλειό του· κι όταν η πραγματικότητα τού διαψεύδει την πίστη του σ΄αυτή τη στοργή, έξαλλος βγαίνει έξω στην -έρημη από ανθρώπους- φύση και στη μπόρα τ΄ ουρανού και καταριέται τις κόρες του. Με τον Τίμωνα, το ιδανικό δεν περιορίζεται στη στοργή την οικογενειακή, παρ΄ απλώνεται πλατιά, γενικά στην ανθρώπινη αγάπη, στη φιλία. Ο Τίμων δεν ζει στο φεγγάρι, ζει στην Αθήνα και βέβαια ξέρει, πως υπάρχουν και δούλοι και κλέφτες και τοκογλύφοι κι απατεώνες και κίβδηλοι κι Απήμαντοι. Αυτός όμως πιστεύει στην φιλία, γι' αυτό μοιράζει τα πλούτη του αλογάριαστα: χαρίζει στη φιλία, επειδή η φιλία τ΄ αξίζει όλα· όλα τα πλούτη της γης είναι λίγα για ένα τέτοιο ιδανικό. Ο Τίμων δεν χαρίζει για ν΄ αποκτήσει φίλους, παρά γιατί λατρεύει το ιδανικό του και θυσιάζει σ΄ αυτό, όπως κάθε πιστός στον θεό του.[13]

  1. Αριστοφάνης, Λυσιστράτη στ. 812
  2. Αριστοφάνης, Όρνιθες στ. 1549
  3. Λεξικό Σούδα ή Σουίδα
  4. Μένανδρος, Δύσκολος
  5. Αντώνιος Γιάνναρης, Επίτομον Ελληνικόν Λεξικό «Απήμων ο αβλαβής» σ.222, 1888. Από ορισμένους μεταγενέστερους του Αριστοφάνη συγγραφείς αναφέρεται εσφαλμένα ως Απέναντος, αλλά και ως Ασήμαντος
  6. Παλατινή Ανθολογία, VΙΙ 320
  7. Πλούταρχος, Παράλληλοι Βίοι, Αντώνιος §70.
  8. Λουκιανός, Τίμων
  9. Λέσκυ Άλμπιν, Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας σ. 366, Αφοί Κυριακίδη ISBN 960-343-035-8
  10. Βάγγος Παπαϊωάννου, Λουκιανός «Συμβολή στην παρουσίαση της εποχής του βίου και του έργο του, σ. 122, Θεσσαλονίκη 1976»
  11. Λουκιανός έργα (τόμος Α) εκδ. Ι.Ζαχαρόπουλος, 1962
  12. Βασίλης Ρώτας, Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, σ. 85, εκδ. Επικαιρότητα, 1997 ISBN 960-205-042-X
  13. Βασίλης Ρώτας, ό.π. σελ. 9-10

Πρωτογενείς πηγές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • J. Bompaire, Lucien écrivain - Imitation et création, Bibliothèque des écoles françaises d'Athènes et de Rome No 190, Παρίσι 1958 «Πρόκειται για μια επιβλητική σε όγκο και αρχαιογνωσία συμβολή στις λουκιανικές μελέτες των τελευταίων ετών»
  • Σχόλια και μετάφραση ΟΕΔΒ, 1985
  • Γιάννης Λάμψας, Λεξικού του Αρχαίου Κόσμου, τόμ. Δ΄, 1996 ISBN 960-6669-35-1

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]